Home > Term: βιώσιμου
βιώσιμου
Έχοντας την ικανότητα να ζουν, αναπτύσσονται, φυτρώνουν ή ανάπτυξη; δυνατότητα ζωής ή κανονικής αύξησης και ανάπτυξης.
- Sõnaliik: adjective
- Valdkond/domeen: Natural environment
- Category: Coral reefs
- Organization: NOAA
0
Looja
- Golgotha
- 100% positive feedback