Home > Term: ψαρεύων
ψαρεύων
Ένα σκάφος που χρησιμοποιείται για την αλίευση πελαγικών ψαριών από την ρυμούλκηση ορισμένες γραμμές του εφοδιασμένο με θέλγητρα.
- Sõnaliik: noun
- Valdkond/domeen: Fishing
- Category: Marine fishery
- Organization: NOAA
0
Looja
- Golgotha
- 100% positive feedback