Home > Term: ανοχή
ανοχή
Δυνατότητα εγκαταστάσεων να αντιστεκόμαστε στο άγχος, χωρίς μείωση της απόδοσης ή ζημία.
- Sõnaliik: noun
- Valdkond/domeen: Agriculture
- Category: Rice science
- Company: IRRI
0
Looja
- Golgotha
- 100% positive feedback