Home > Term: ανοχή
ανοχή
1. Ικανότητα του οργανισμού να αντέξει δυσμενείς περιβαλλοντικές συνθήκες. 2. Ποσό ενός χημικού προϊόντος στο τρόφιμο θεωρείται ασφαλές για τον άνθρωπο ή τα ζώα.
- Sõnaliik: noun
- Valdkond/domeen: Environment
- Category: Environment statistics
- Company: United Nations
0
Looja
- Golgotha
- 100% positive feedback