Home > Term: stridulation
stridulation
Για να παράγεται ένας ήχος από τρίβει μαζί τα δύο μέρη του Σώματος. Ορισμένα ψάρια ηχητικό από κοινού τρίβει σωματικής δομές, ιδιαίτερα σκελετικά τμήματα.
- Sõnaliik: verb
- Valdkond/domeen: Natural environment
- Category: Coral reefs
- Organization: NOAA
0
Looja
- Golgotha
- 100% positive feedback