Home > Term: αποστείρωση
αποστείρωση
Χρήση ακτινοβολίας ή χημικές ουσίες σε βλάβες σωματικά κύτταρα που απαιτούνται για την αναπαραγωγή. Αυτό αξιοποιείται σε προϊόντα ελέγχου βλαβερών οργανισμών.
- Sõnaliik: noun
- Valdkond/domeen: Environment
- Category: Environment statistics
- Company: United Nations
0
Looja
- Golgotha
- 100% positive feedback