Home > Term: stereoisomers
stereoisomers
Ενώσεις που είναι ομοειδή, δεδομένου ότι τα άτομα τελούν στην ίδια άλλα άτομα αλλά διαφέρουν, από την άλλη, με τον τρόπο που τα άτομα προσανατολίζονται στο χώρο.
- Sõnaliik: noun
- Valdkond/domeen: Agriculture
- Category: General agriculture
- Company: USDA
0
Looja
- Golgotha
- 100% positive feedback