Home > Term: spaying
spaying
Αφαίρεση των ωοθηκών και του στη µήτρα της θηλυκό ζώο, ιδιαίτερα κατοικίδιο, για τους σκοπούς της αποστείρωσης.
- Sõnaliik: noun
- Valdkond/domeen: Agriculture
- Category: General agriculture
- Company: USDA
0
Looja
- Golgotha
- 100% positive feedback