Home > Term: χώρος
χώρος
1) Περιοχή σε εγκατάσταση όπου μπορούν να διεξάγονται ιδιωτικές συναρτήσεις σε ομάδες. 2) Εκθέτη θέση στην αίθουσα.
- Sõnaliik: noun
- Valdkond/domeen: Convention
- Category: Conferences
- Company: CIC
0
Looja
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)