Home > Term: διαφράγματος
διαφράγματος
Σε τεχνολογία λέιζερ, ένα συνημμένο το οποίο αποκλείει τη δέσμη λέιζερ, συνήθως από την έξοδο από τον προβολέα.
- Sõnaliik: noun
- Valdkond/domeen: Convention
- Category: Conferences
- Company: CIC
0
Looja
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)