Home > Term: δευτεροβάθμια αρσενικό ή θηλυκό
δευτεροβάθμια αρσενικό ή θηλυκό
Ένα αρσενικό ή θηλυκό που είναι το αποτέλεσμα της αλλαγής φύλου. Μια δευτερεύουσα αρσενικό θα να προέλθει από ένα protogynous θηλυκό, ενώ μια δευτερεύουσα θηλυκό θα να προέλθει από ένα αρσενικό που protandrous.
- Sõnaliik: noun
- Valdkond/domeen: Natural environment
- Category: Coral reefs
- Organization: NOAA
0
Looja
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)