Home > Term: δευτεροβάθμια αρσενικό
δευτεροβάθμια αρσενικό
Ένα αρσενικό που προέρχονται μέσα από την αλλαγή φύλου από μια protogynous γυναίκα, στην οποία υπάρχει μια παλινδρόμηση των ωοθηκών και έναν πολλαπλασιασμό των όρχεων ιστών.
- Sõnaliik: noun
- Valdkond/domeen: Natural environment
- Category: Coral reefs
- Organization: NOAA
0
Looja
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)