Home > Term: αναστρέψιμες αλλοίωση
αναστρέψιμες αλλοίωση
Αλλαγή από την κανονική δομή ή τη συνάρτηση, που προκαλούνται από μια ουσία ή άλλες ή των παραγόντων, που αποδίδει στην κανονική κατάσταση ή εντός κανονικών ορίων μετά την παύση της έκθεσης.
- Sõnaliik: noun
- Valdkond/domeen: Biology; Chemistry
- Category: Toxicology
- Company: National Library of Medicine
0
Looja
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)