Home > Term: διάτρηση
διάτρηση
Η κοπή τρύπες σε άνθρακα χάλυβα δοκούς ή πλάκες από πιέζοντας το πλήκτρο ή συγκόλλησης ανά πελάτη.
- Sõnaliik: noun
- Valdkond/domeen: Metals
- Category: Steel
- Company: Michelle Applebaum Research
0
Looja
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)