Home > Term: ασφάλιστρα
ασφάλιστρα
Το ποσό που προπληρώνει ένας αγοραστής άπαξ ή σε δόσεις για ένα σχέδιο υγείας, για ιατρικά οφέλη.
- Sõnaliik: noun
- Valdkond/domeen: Health care
- Category: General
- Company: Blue Cross Blue Shield
0
Looja
- Aggeliki
- 100% positive feedback
(Berlin, Germany)