Home > Term: παράσιτο
παράσιτο
Οργανισμός διαβίωσης σε ή από κάποιο άλλο και με τον τρόπο αυτό επωφελούνται εις βάρος του κράτος υποδοχής.
- Sõnaliik: noun
- Valdkond/domeen: Environment
- Category: Environment statistics
- Company: United Nations
0
Looja
- Golgotha
- 100% positive feedback