Home > Term: οργανικό υλικό
οργανικό υλικό
Μία φορά-έμβιου υλικού (συνήθως με υψηλής περιεκτικότητας σε άνθρακα), κυρίως της φυτικής προέλευσης.
- Sõnaliik: noun
- Valdkond/domeen: Fishing
- Category: Marine fishery
- Organization: NOAA
0
Looja
- Khrysaor
- 100% positive feedback