Home > Term: δικτύωση
δικτύωση
Προσπάθεια σύνδεσης με άτομα σε έναν ανάλογο τομέα της εργασίας, προκειμένου να συμμετάσχουν σε άτυπη επικοινωνία για αμοιβαία βοήθεια ή υποστήριξη.
- Sõnaliik: noun
- Valdkond/domeen: Education
- Category: Teaching
- Company: Teachnology
0
Looja
- athinapt
- 100% positive feedback
(TRILOFOS, Greece)