Home > Term: κιμά
κιμά
Κόψιμο του κρέατος σε πολύ μικρά κομμάτια, όπως με κιμά σκόρδο
- Sõnaliik: verb
- Valdkond/domeen: Culinary arts
- Category: Cooking
- Company: Better Homes and Gardens
0
Looja
- KATRAT
- 100% positive feedback