Home > Term: κοπριά
κοπριά
Οργανικό υλικό που χρησιμοποιείται για τη γονιμοποίηση γη, που συνήθως αποτελείται από barnyard και σταθερή αρνούνται (περιττώματα ζώων), με ή χωρίς συνοδευτικό σκουπίδια όπως το άχυρο, σανό ή κλινοστρωμνή.
- Sõnaliik: noun
- Valdkond/domeen: Environment
- Category: Environment statistics
- Company: United Nations
0
Looja
- Golgotha
- 100% positive feedback