Home > Term: ασβέστωση
ασβέστωση
Προσθήκη ασβέστη σε νερό και το έδαφος για τους σκοπούς της περιορίζοντας τις επιπτώσεις των όξινων ιζημάτων.
- Sõnaliik: noun
- Valdkond/domeen: Environment
- Category: Environment statistics
- Company: United Nations
0
Looja
- Golgotha
- 100% positive feedback