Home > Term: δικαιοδοσία
δικαιοδοσία
Αρχή ενός δικαστηρίου για την εκδίκαση μιας υπόθεσης. Α περίπτωση δεν μπορεί να δικαστεί στο δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία πάνω του.
- Sõnaliik: noun
- Valdkond/domeen: Government
- Category: Government & politics
- Organization: The College Board
0
Looja
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)