Home > Term: εισήγαγε είδη
εισήγαγε είδη
Είδη που είχαν εκούσια ή ακούσια από τον άνθρωπο σε μία νέα γεωγραφική περιοχή ή το περιβάλλον ο οποίος βρίσκεται έξω από τους σε ιθαγενή κλίμακα. Αντίθεση "αυτόχθονων ειδών".
- Sõnaliik: noun
- Valdkond/domeen: Agriculture
- Category: General agriculture
- Company: USDA
0
Looja
- Khrysaor
- 100% positive feedback