Home > Term: εγγενείς εκκαθάρισης
εγγενείς εκκαθάρισης
Τόμος πλάσμα ή αίματος από τις οποίες μία ουσία καταργείται πλήρως σε ένα χρονικό διάστημα υπό όρους όχι ταλαιπωρημένα.
- Sõnaliik: noun
- Valdkond/domeen: Biology; Chemistry
- Category: Toxicology
- Company: National Library of Medicine
0
Looja
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)