Home > Term: πράσινο απαγόρευση
πράσινο απαγόρευση
Επιβληθεί απαγόρευση στην κατασκευή στο εσωτερικό μέρος μιας πόλης προκειμένου να προστατευθούν το αστικό φυσικό περιβάλλον.
- Sõnaliik: noun
- Valdkond/domeen: Environment
- Category: Environment statistics
- Company: United Nations
0
Looja
- Golgotha
- 100% positive feedback