Home > Term: endopolyploidy
endopolyploidy
Πολυπλοειδείς κατάσταση στην οποία χρωμοσωμάτων ενός κελιού έχουν χωριστεί και να αναπαράγονται επανειλημμένα χωρίς να υποστούν διαίρεση του πυρήνα ή του κυττάρου.
- Sõnaliik: noun
- Valdkond/domeen: Agriculture
- Category: General agriculture
- Company: USDA
0
Looja
- Khrysaor
- 100% positive feedback