Home > Term: απασχόληση
απασχόληση
Άτομα που λαμβάνουν οι μισθοί, του μισθού ή άλλους τύπους αμοιβή για την εργασία τους.
- Sõnaliik: noun
- Valdkond/domeen: Agriculture
- Category: General agriculture
- Company: USDA
0
Looja
- Khrysaor
- 100% positive feedback