Home > Term: δόση
δόση
Ένας γενικός όρος που αναφέρεται στο ποσό της ακτινοβολίας που έλαβε μια βιολογική οργανισμού.
- Sõnaliik: noun
- Valdkond/domeen: Environment
- Category: Radiation hazards
- Educational Institution: Harvard University
0
Looja
- Khrysaor
- 100% positive feedback