Home > Term: φθοράς
φθοράς
Φυσικό μείωση του εργατικού δυναμικού, ως αποτέλεσμα της παραίτησης, συνταξιοδοτήσεις ή θανάτου.
- Sõnaliik: noun
- Valdkond/domeen: Metals
- Category: Steel
- Company: Michelle Applebaum Research
0
Looja
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)