Home > Term: φθοράς
φθοράς
Φορώντας ή άλεση μιας ουσίας από τριβής. Είναι είναι καθοριστικός παράγοντας στην ατμοσφαιρική ρύπανση, για παράδειγμα, από την σκόνη.
- Sõnaliik: noun
- Valdkond/domeen: Environment
- Category: Environment statistics
- Company: United Nations
0
Looja
- Golgotha
- 100% positive feedback