Home > Term: astringent
astringent
Ουσία που προκαλεί κελιά συρρικνώνονται, συνεπώς προκαλεί ιστών συρρίκνωση ή παύση εκκρίσεις και τις απορρίψεις υδάτων· οι ουσίες αυτές μπορεί να εφαρμοστεί στο δέρμα να επιδεινωθεί και να προστατεύσουν.
- Sõnaliik: noun
- Valdkond/domeen: Biology; Chemistry
- Category: Toxicology
- Company: National Library of Medicine
0
Looja
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)