Home > Term: adjutant
adjutant
Ένα γιγάντιο ινδοί πελαργού με ένα τεράστιο ράμφος, περίπου 5 ft. σε ύψος, που τρέφεται με κουφάρια και εντόσθια, και είναι χρήσιμο με αυτόν τον τρόπο, όπως οι πελαργοί.
- Sõnaliik: noun
- Valdkond/domeen: Language
- Category: Encyclopedias
- Organization: Project Gutenberg
0
Looja
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)