Home > Term: Δυσχέρεια
Δυσχέρεια
Οποιοσδήποτε πόρος του οποίου η ικανότητα είναι ίση ή μικρότερη από τη ζήτηση που αναγράφηκαν σε αυτό.
- Sõnaliik: noun
- Valdkond/domeen: Quality management
- Category: Six Sigma
- Organization: ASQ
0
Looja
- Golgotha
- 100% positive feedback